Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υΐς — ΐδος, ἡ, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) η κόρη τού γιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
υίς — και υἷ Α επίρρ. έως, μέχρι … Dictionary of Greek
υί — Α επίρρ. τοπ. βλ. υἷς … Dictionary of Greek